Βαν ντε Βέλντε, Χένρι

Βαν ντε Βέλντε, Χένρι
(Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer), από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (art nouveau) και μεγάλος πρωτοπόρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ασχολήθηκε αρχικά με τη ζωγραφική, γρήγορα όμως αισθάνθηκε ιδιαίτερη κλίση για τις διακοσμητικές τέχνες και την αρχιτεκτονική. Από τα πρώτα του έργα, τα πιο ενδιαφέροντα είναι η κατοικία του στην Ικλ (1895), όπου προσπάθησε να ικανοποιήσει το αίτημα της απόλυτης μορφολογικής ενότητας σχεδιάζοντας τις εσωτερικές διακοσμήσεις, τα έπιπλα, ακόμα και τα σκεύη, και η διαμόρφωση του εσωτερικού του καταστήματος Art Nouveau στο Παρίσι (1895). Η επιτυχία των επιπλώσεών του στην Έκθεση της Δρέσδης (1896) του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στη Γερμανία. Τότε διαρρύθμισε και το κατάστημα της εταιρείας Αβάνα (1900) στο Βερολίνο και ανασυγκρότησε το Μουσείο Φόλκβανγκ στη Χάγκεν (1902). Περισσότερο όμως εργάστηκε στη Βαϊμάρη. Εκεί, εκτός από το αξιόλογο παιδαγωγικό του έργο, θεμελιωμένο σε αρχές που προαναγγέλλουν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, τις διδακτικές μεθόδους του Μπάουχαους (Bauhaus), δημιούργησε ένα από τα καλύτερα έργα του, το κτίριο της Τεχνικής και Επαγγελματικής Σχολής (1906). Το οικοδόμημα αυτό ανοίγει μια νέα φάση στην αρχιτεκτονική του Β.ν.Β., που τη χαρακτηρίζει σαφέστερος καθορισμός του χώρου και των όγκων και απλούστερη αλλά πλαστικότερη διακοσμητική αντίληψη. Το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της περιόδου αυτής ήταν το περίφημο Βερκμπουντεάτερ της Κολωνίας (1914, δεν υπάρχει σήμερα). Αφού παρέμεινε στην Ελβετία και στην Ολλανδία, το 1925 επέστρεψε στην πατρίδα του και το 1947 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελβετία συνεχίζοντας με εξαιρετική ζωτικότητα τη δημιουργική του δράση μέχρι τα τελευταία του χρόνια. Δύο ακόμα σημαντικά έργα του είναι το εξωτερικό σχέδιο του υπερωκεάνιου Prince Baudouin (1930-32), που θεωρείται υπόδειγμα οργανικότητας της μορφής, και το μουσείο Κρόλερ-Μίλερ στο Ότερλο, που το αρχικό του σχέδιο ήταν του 1921, αλλά η πραγματοποίησή του κράτησε από το 1937 έως το 1952 και κρίθηκε ως «το ωραιότερο και αρτιότερο για τη λειτουργικότητά του μουσείο των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα». Το μονίμως ζωηρό ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τα θεωρητικά και διδακτικά προβλήματα αποδεικνύεται από τα συγγράμματά του, όπως οι Τύποι μιας σύγχρονης αισθητικής (1923), και από τη διδασκαλία του στο Ινστιτούτο Λα Καμπρ και στο πανεπιστήμιο της Γάνδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπάουχαους — (Bauhaus, από τις γερμανικές λέξεις Bau = κατασκευή και Haus = κατοικία). Έτσι ονομαζόταν η κρατική σχολή της αρχιτεκτονικής της Βαϊμάρης, το κτίριο της οποίας είχε σχεδιάσει το 1905 ο Χένρι βαν ντε Βέλντε, ο οποίος αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”